-
1 ὀσμή
ὀσμή, ἡ (vgl. ὀδμή), Geruch, sowohl Wohlgeruch, als Gestank; ὀσμὴ βροτείων αἱμάτων με προςγελᾷ, Aesch. Eum. 244; κακή, Soph. Phil. 879; ὡς καλὴν ὀσμὴν ἔχει, Eur. Cycl. 153; u. in Prosa, ὀσμαὶ ἦσαν οὐκ ἀνεκτοί, Thuc. 7, 87; εἰσί τε ὀσμαὶ ξύμπασαι καπνὸς ἢ ὁμίχλη, Plut. Tim. 66 e; χρώμασιν ἢ ὀσμαῖς πεποικιλμένα φάρμακα, Crat. 394 a; Folgde; Plut. non posse 4 sagt τῆς ἡδονῆς ἡ ψυχὴ παραλαβοῦσα τὴν μνήμην ὥςπερ ὀσμήν. – Auch der Geruchssinn, Sp. – Ὀσμή gilt als die eigentlich attische Form für ὀδμή, vgl. Lob. Phryn. 89.
См. также в других словарях:
οσμή — η (Α ὀσμή και επικ. τ. ὀδμή) το ευχάριστο ή δυσάρεστο αίσθημα τής όσφρησης, ευώδης ή δυσώδης απόπνοια πράγματος, μυρωδιά (α. «πικρὸν ἀποπνείουσα ἁλός... ὀδμήν», Ομ. Οδ. β. «ὡς καλὴν ὀσμὴν ἔχει», Ευρ.) νεοελλ. 1. (βιοχ. χημ.) η ιδιότητα διαφόρων… … Dictionary of Greek